- ἐπιλαβών
- ἐπιλαμβάνωtakeaor part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιλαμβάνομαι — (AM ἐπιλαμβάνω μεσ. ἐπιλαμβάνομαι) [λαμβάνω] μέσ. καταπιάνομαι με κάτι, επιχειρώ (α. «ἡ δικαιοσύνη ἐπελήφθη τῆς ὑποθέσεως» β. «πράξεων μεγάλων καὶ λαμπρῶν ἀγώνων ἐπιλαβόμενος», Πλούτ.) αρχ. μσν. 1. συγκρατώ, εμποδίζω («τὴν ῥῑν’ ἐπιλαβοῡσα»,… … Dictionary of Greek
ερυσιβώ — (I) ἐρυσιβῶ, άω (AM) [ερυσίβη] πάσχω από ερυσίβη («τῶν δ’ ὀσπρίων μάλιστα ἐρυσιβᾷ κύαμος», Θεόφρ.). (II) ἐρυσιβῶ, όω (AM) [ερυσίβη] 1. προσβάλλω φυτό με ερυσίβη («ὅπως μὴ ἐπικαθήμενον ὕδωρ ἐπιλαβών ὁ ἤλιος ἐρυσιβώση», Θεόφρ.) 2. μέσ. ἐρυσιβοῡμαι… … Dictionary of Greek